- βαλανοειδής
- βαλανοειδήςlike an acornmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαλανοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει στο σχήμα με βαλανίδι, ο βαλανόμορφος. Πολλά στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου είχαν βαλανοειδή μορφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλανοειδῆ — βαλανοειδής like an acorn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βαλανοειδής like an acorn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βαλανοειδής like an acorn masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανοειδές — βαλανοειδής like an acorn masc/fem voc sg βαλανοειδής like an acorn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek